- ιδιοσυντήρητος
- -η, -οαυτός που συντηρείται με δικούς του πόρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -συντήρητος (< συντηρούμαι), πρβλ. αυτο-συντήρητος, μισθο-συντήρητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιδιοσυντήρητος — η, ο που συντηρείται από δικούς του πόρους, αυτοσυντήρητος: Ιδιοσυντήρητο ίδρυμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek